βουτηχτάρα

βουτηχτάρα
η και βουτηχτάρι, το [βουτηχτής]
το πτηνό αίθυια*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βουταναριά — και βουτουναριά, η η βουτηχτάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. *βουτανάρι < βουτώ] …   Dictionary of Greek

  • ποδίκεψ — (podiceps). Γένος υδρόβιων πτηνών με μέγεθος μέτριο ή μικρό (από 25 50 εκ.). Ανήκουν στην οικογένεια των ποδοκιπιτιδών. Έχουν χρώμα σκούρο αλλά την εποχή της αναπαραγωγής εμφανίζουν νυμφική «στολή». Οι π., που τρέφονται με ψάρια, κολυμπούν στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”